- νυφοπάζαρο
- τοχώρος περιπάτου, ιδίως στις επαρχιακές πόλεις και στα χωριά, στον οποίο οι νέοι, ντυμένοι στα «καλά» τους, επιδιώκουν να γνωριστούν καλύτερα μεταξύ τους και, τελικά, να βρει ο καθένας τον εκλεκτό —ή την εκλεκτή— τής καρδιάς του («στο νυφοπάζαρο θα πας και στολίζεσαι τόσο;»).
Dictionary of Greek. 2013.